- συμβολαιογραφίνα
- η, Ν [συμβολαιογράφος]η γυναίκα τού συμβολαιογράφου.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
συμβολαιογραφίνα — η η σύζυγος του συμβολαιογράφου … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)